Η ελληνική τηλεόραση μαστίζεται από προϊόντα χαμηλής ποιοτικής προέλευσης και το ερώτημα που προκύπτει είναι το εξής: η τηλεόραση επιλέγει το περιεχόμενο που βλέπουμε ή οι τηλεθεατές;
Το συμπέρασμα για την, ομολογουμένως, κακή ελληνική τηλεόραση με τις περιορισμένες ποιοτικές επιλογές οδηγεί πολλές φορές σε ατελέσφορες συζητήσεις σχετικά με τον κύριο υπαίτιο. Οι περισσότεροι επιρρίπτουν την ευθύνη στους τηλεθεατές, καθώς δεν υποστηρίζουν τις ποιοτικές εκπομπές προβληματισμού και πρωτότυπου περιεχομένου, αλλά αυτή η θεωρία δεν επικρατεί πλέον και σιγά σιγά καταρρίπτεται, διότι αρκετές εκπομπές με δημιουργικό περιεχόμενο, από τη σάτιρα έως και τα ντοκιμαντέρ, σημειώνουν εξαιρετικά νούμερα στο διαδίκτυο και στις ιδιωτικές πλατφόρμες ψυχαγωγίας. Άρα, ο υπεύθυνος μάλλον έρχεται εκ των έσω.
«Θέλω το παιδί μου να ειναι ευτυχισμένο, όχι άριστο» – Πραγματικότητα ή παροξυσμός;
Ο πολιτισμός και η γνώση είναι πολυτέλεια
Η έλλειψη των ποιοτικών ντοκιμαντέρ και των εκπομπών με πρωτότυπο και δημιουργικό περιεχόμενο επικρατούσε πάντοτε στην ελληνική τηλεόραση και γι’ αυτό ευθυνόταν η αδύναμη ελληνική αγορά, καθώς όπως είναι γνωστό πάντα η μειονότητα προτιμούσε πηγαία το ποιοτικό, όμως η μικρή πληθυσμιακή δυναμική μας διαφέρει από αυτή της Γαλλίας και άλλων μεγάλων πληθυσμιακά χωρών. Διαφορετική είναι η δυναμική μιας μειονότητας στη Γαλλία από αυτή της Ελλάδας που μετά βίας φτάνει το ένα εκατομμύριο, οπότε οι παραγωγοί αυτών των περιεχομένων δύσκολα θα επενδύσουν στην ελληνική αγορά.
Παρά τις ανέκαθεν δύσκολες συνθήκες λοιπόν διατηρούνταν μια ισορροπία στην ελληνική τηλεόραση από όμορφες παιδικές σειρές, σατιρικές εκπομπές, ντοκιμαντέρ για την Ελλάδα, τον κόσμο και την επιστήμη συμπλήρωναν τις ανάγκες του κοινού και ταυτόχρονα λειτουργούσαν ως εξιλέωση για τα ελληνικά κανάλια που έκαναν «σημαία» τους τα σκήπτρα της Ελληνίδας νοικοκυράς, τα «Πρωινάδικα».
Όμως μετά την οικονομική κρίση και την κυριαρχία του YouTube, η επιθυμητή εξιλέωση έγινε πλεονασμός για τον οικονομικό προϋπολογισμό τους και χάθηκε και το τελευταίο σημείο αξιοπρέπειας στο έρημο τηλεοπτικό κουτί, δείχνοντας απροκάλυπτα πως οι ιθύνοντες της ελληνικής τηλεόρασης δεν έχουν καμία όρεξη, ούτε για την καλλιτεχνική ανάδειξη αλλά ούτε και για το χτίσιμο μιας κουλτούρας σε ένα κοινό που έχει μείνει αρκετά παραγκωνισμένο.
Η ελπίδα του διαδικτύου ως καταφύγιο
Το απαιτητικό κοινό λοιπόν που δεν ανέχεται να πέσει πολύ χαμηλά έχει βρει καταφύγιο τα τελευταία χρόνια στις διαδικτυακές εκπομπές, αν και κάθε χρόνο οι δημιουργοί αντιμετωπίζουν νέες προκλήσεις, εφόσον η ανώτατη αόρατη και ορατή αρχή επιθυμεί το διαδίκτυο να ελεγχθεί πλήρως, μιμούμενοι τα «εξαίσια αποτελέσματα» που κατάφεραν στην τηλεόραση.
Ο προβληματισμός λοιπόν – απ’ όπου κι αν προέρχεται – περιορίζεται σε κλίμακα και στα διαδικτυακά χωριά με αποτέλεσμα να παρατηρείται ένα νέο φαινόμενο που δε συνέβαινε, τουλάχιστον σε τέτοιο βαθμό τα παλιότερα χρόνια. Δημιουργοί που καταβάλουν ώρες εργασίας για να δημιουργήσουν ένα βίντεο ανώτερης ποιότητας σκοντάφτουν σε ανταγωνιστές της ψωροκώσταινας που μασουλάνε σούσι μπροστά σε μικρόφωνα, παίρνουν ερωτικές cringe πόζες μπροστά στον φακό και τραβούν γραμμές eyeliner.
Ποιος ασχολείται ακόμη με την απαρχαιωμένη τηλεόραση;
Ο θάνατος της τηλεόρασης οσμίζομαι πως είναι κοντά και εάν δεν υπήρχε το μονοπώλιο της και τα τακτικά κρατικά δωράκια δε νομίζω να ήταν ένα ανταγωνιστικό προϊόν στην πραγματική αγορά. Όμως φοβάμαι, πως ο έλεγχος που προσπαθεί να επιβληθεί και στις διαδικτυακές πλατφόρμες (έρχονται άρθρα από τη Lavart και για αυτά τα φίμωτρα) θα οδηγήσουν ακριβώς στο ίδιο αποτέλεσμα της φτηνής κατανάλωσης και τη δημιουργία μιας κουλτούρας νέων πρωινάδικων.
Δεν είναι θέμα ελιτισμού μα αισθητικής. Ο πολιτισμός είναι αισθητική και δέχεται συνεχώς μια άνιση μάχη από το παρωχημένο μεν αλλά ισχυρό δε κατεστημένο.
Κείμενο: Αγγέλικα Αγόρα (Lavart)
Γιατί οι ακτιβιστές επιτίθονται μόνο σε κλασικά έργα τέχνης;