Η ελληνική ποίηση ήταν πάντα μια παραδεισένια πύλη μέσα σ΄ αυτό τον σκοτεινό κόσμο, πάντα έδινε φτερά σ΄ αυτό τον παιδεμένο από τη μοίρα τόπο.
Η ελληνική ποίηση είναι ένα θέμα μακράς παράδοσης, στην αρχαία Ελλάδα ο Όμηρος, η Σαπφώ και ο Πίνδαρος δημιούργησαν έργα που ξεπέρασαν τα όρια της εποχής τους και μέχρι σήμερα προσφέρουν μια ανάπαυλα από τα τετριμμένα και μια ματιά στο αιώνιο, διαμορφώνοντας μια ποιητική παράδοση οικουμενικών αληθειών. Η δύναμη των λέξεων διαμορφώνουν την νόηση μας και τη ψυχική μας αντοχή για έναν κόσμο που πολλές φορές είναι αρκετά βαρύς για να τον σηκώσουμε. Επιλέξαμε 10 από τα ομορφότερα ποιήματα της ελληνικής λογοτεχνίας που πρέπει να διαβάσετε έστω μια φορά στη ζωή σας.
10 από τα ομορφότερα ποιήματα της ελληνικής κληρονομιάς
Τείχη – Κωνσταντίνος Καβάφης
Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κι υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.
Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·
διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
Α όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.
Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Ανεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.
Μυγδαλιά – Κώστας Καρυωτάκης
Κι ακόμα δε μπόρεσα να καταλάβω
πώς μπορεί να πεθάνει μια γυναίκα
που αγαπιέται.
Έχει στον κήπο μου μια μυγδαλιά φυτρώσει
κι είν’ έτσι τρυφερή που μόλις ανασαίνει·
μα η κάθε μέρα, η κάθε αυγή τηνε μαραίνει
και τη χαρά του ανθού της δε θα μου τη δώσει.
Κι αλίμονό μου! εγώ τής έχω αγάπη τόση…
Κάθε πρωί κοντά της πάω και γονατίζω
και με νεράκι και με δάκρυα την ποτίζω
τη μυγδαλιά που ’χει στον κήπο μου φυτρώσει.
Αχ, της ζωούλας της το ψέμα θα τελειώσει·
όσα δεν έχουν πέσει, θα της πέσουν φύλλα
και τα κλαράκια της θε ν’ απομείνουν ξύλα.
Την άνοιξη του ανθού της δε θα μου τη δώσει.
Κι όμως εγώ ο φτωχός της είχ’ αγάπη τόση…
10 αποφθέγματα της Κικής Δημουλά: «Έρωτας είναι αυτό που δεν είχες»
Σονάτα του Σεληνόφωτος (απόσπασμα) – Γιάννης Ρίτσος
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου. Τί φεγγάρι ἀπόψε!
Εἶναι καλό τό φεγγάρι, — δέ θά φαίνεται
πού ἀσπρίσαν τά μαλλιά μου. Τό φεγγάρι
θά κάνει πάλι χρυσά τά μαλλιά μου. Δέ θά καταλάβεις.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Ὅταν ἔχει φεγγάρι μεγαλώνουν οἱ σκιές μές στό σπίτι,
ἀόρατα χέρια τραβοῦν τίς κουρτίνες,
ἕνα δάχτυλο ἀχνό γράφει στή σκόνη τοῦ πιάνου
λησμονημένα λόγια — δέ θέλω νά τ’ ἀκούσω. Σώπα.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου
λίγο πιό κάτου, ὥς τή μάντρα τοῦ τουβλάδικου,
ὥς ἐκεῖ πού στρίβει ὁ δρόμος καί φαίνεται
ἡ πολιτεία τσιμεντένια κι ἀέρινη, ἀσβεστωμένη μέ φεγγαρόφωτο,
τόσο ἀδιάφορη κι ἄϋλη
τόσο θετική σάν μεταφυσική
πού μπορεῖς ἐπιτέλους νά πιστέψεις πώς ὑπάρχεις καί δέν ὑπάρχεις
πώς ποτέ δέν ὑπῆρξες, δέν ὑπῆρξε ο χρόνος κ’ ἡ φθορά του.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Θά καθήσουμε λίγο στό πεζούλι, πάνω στό ὕψωμα,
κι ὅπως θά μᾶς φυσάει ὁ ἀνοιξιάτικος ἀέρας
μπορεῖ νά φανταστοῦμε κιόλας πώς θά πετάξουμε,
γιατί, πολλές φορές, καί τώρα ἀκόμη, ἀκούω τό θόρυβο τοῦ φουστανιοῦ
μου
σάν τό θόρυβο δυό δυνατῶν φτερῶν πού ἀνοιγοκλείνουν,
κι ὅταν κλείνεσαι μέσα σ’ αὐτόν τόν ἦχο τοῦ πετάγματος
νιώθεις κρουστό τό λαιμό σου, τά πλευρά σου, τή σάρκα σου,
κ’ ἔτσι σφιγμένος μές στούς μυῶνες τοῦ γαλάζιου ἀγέρα,
μέσα στά ρωμαλέα νεῦρα τοῦ ὕψους,
δέν ἔχει σημασία ἄν φεύγεις ἤ ἄν γυρίζεις
κι οὔτε ἔχει σημασία πού ἀσπρίσαν τά μαλλιά μου,
(δέν εἶναι τοῦτο ἡ λύπη μου — ἡ λύπη μου
εἶναι πού δέν ἀσπρίζει κ’ ἡ καρδιά μου).
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Τό ξέρω πώς καθένας μονάχος πορεύεται στόν ἔρωτα,
μονάχος στή δόξα καί στό θάνατο.
Τό ξέρω. Τό δοκίμασα. Δέν ὠφελεῖ.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Ο Σάτυρος ή το γυμνό τραγούδι – Κώστας Παλαμάς
Όλα γυμνά τριγύρω μας,
όλα γυμνά εδώ πέρα,
κάμποι, βουνά, ακροούρανα,
ακράταγ’ είναι η μέρα.
Διάφαν’ η πλάση, ολάνοιχτα
τα ολόβαθα παλάτια·
το φως χορτάστε, μάτια,
κιθάρες, το ρυθμό.
Εδώ είν’ αριά κι αταίριαστα
λεκιάσματα τα δέντρα,
κρασί είν’ ο κόσμος άκρατο,
εδώ είν’ η γύμνια αφέντρα.
Εδώ είν’ ο ίσκιος όνειρο,
εδώ χαράζει ακόμα
στης νύχτας τ’ αχνό στόμα
χαμόγελο ξανθό.
Εδώ τα πάντα ξέστηθα
κι αδιάντροπα λυσσάνε·
αστέρι είν’ ο ξερόβραχος,
και το κορμί φωτιά ’ναι.
Ρουμπίνια εδώ, μαλάματα,
μαργαριτάρια, ασήμια,
μοιράζει η θεία σου γύμνια,
τρισεύγενη Αττική!
Εδώ ο λεβέντης μάγεμα,
η σάρκα αποθεώθη,
οι παρθενιές, Αρτέμιδες,
Ερμήδες είναι οι πόθοι.
Εδώ κάθε ώρα ολόγυμνη,
θάμα στα υγρόζωα κήτη,
πετιέται κι η Αφροδίτη
και χύνεται παντού.
—Παράτησε το φόρεμα,
και με τη γύμνια ντύσου,
Ψυχή, της γύμνιας ιέρισσα,
ναός είναι το κορμί σου.
Μαγνήτεψε τα χέρια μου,
της σάρκας κεχριμπάρι,
τ’ ολύμπιο το νεχτάρι
της γύμνιας δώσ’ να πιω.
Σκίσε τον πέπλο, πέταξε
τον άμοιαστο χιτώνα
και με τη φύση ταίριασε
την πλαστική σου εικόνα.
Λύσε τη ζώνη, σταύρωσε
τα χέρια στην καρδιά σου·
πορφύρα τα μαλλιά σου,
μακρόσυρτη στολή.
Και γίνε ατάραχο άγαλμα,
και το κορμί σου ας πάρει
της τέχνης την εντέλεια
που λάμπει στο λιθάρι·
και παίξε και παράστησε
με της ιδέας τη γύμνια
τα λυγερά τ’ αγρίμια,
τα φίδια, τα πουλιά.
Και παίξε και παράστησε
τα ηδονικά, τα ωραία,
λαγάρισε τη γύμνια σου
και κάμε την ιδέα.
Τα στρογγυλά, τα ολόισα,
χνούδια, γραμμές, καμπύλες,
ω θείες ανατριχίλες,
χορεύτε ένα χορό.
Μέτωπο, μάτια, κύματα
μαλλιά, γλουτοί, λαγόνες,
κρυφά λαγκάδια, του Έρωτα
ρόδα, μυρτιές, κρυψώνες,
πόδια που αλυσοδένετε,
βρύσες του χάιδιου, ω χέρια,
του πόθου περιστέρια,
γεράκια του χαμού!
Και ολόκαρδα, κι αμπόδιστα
λογάκια, ω στόμα, ω στόμα,
σαν το κερί της μέλισσας,
σαν του ροδιού το χρώμα.
Τα κρίνα τ’ αλαβάστρινα,
του Απρίλη θυμιατήρια,
ζηλεύουν τα ποτήρια
του κόρφου σου.— Ω! να πιω,
να πιω στα ροδοχάραγα,
στα ορθά, στα σμαλτωμένα,
το γάλα που ονειρεύτηκα
της ευτυχίας· εσένα.
Εγώ είμαι ιεροφάντης σου,
βωμοί τα γόνατά σου,
στην πύρινη αγκαλιά σου
θεοί θαματουργούν.
Μακριά μας όσα αταίριαστα,
ντυμένα και κρυμμένα,
τα μισερά και τ’ άσκημα
και ακάθαρτα και ξένα.
Ορθά όλα· ξέσκεπα, άδολα,
γη, αιθέρες, κορμιά, στήθια.
Γύμνια είναι κι η αλήθεια,
και γύμνια κι η ομορφιά.
—Στη γύμνια την ηλιόκαλη
της αθηναίισσας μέρας
κι ανίσως και φαντάξει σου
κάτι άντυτο σαν τέρας,
κάτι σα δέντρο αφύλλιαστο
και δίχως ίσκιου χάρη,
αδούλευτο λιθάρι,
ξεραγκιανό κορμί,
κάτι γυμνό και ξέσκεπο
στα ολανοιγμένα πλάτια,
που ζωντανό θα το ’δειχναν
μόνο δυο φλόγες μάτια,
κάτι που από τους σάτυρους
κρατιέται, και είν’ αγρίμι,
και είν’ η φωνή του ασήμι,—
μη φύγεις· είμ’ εγώ,
ο Σάτυρος. Και ρίζωσα
σαν την ελιά εδώ πέρα,
λιγώνω τους αγέρηδες
με τη βαθιά φλογέρα.
Και παίζω και παντρεύονται,
λατρεύονται, λατρεύουν,
και παίζω και χορεύουν
ανθρώποι, ζα, στοιχειά.
Διάλογος ανάμεσα σε μένα και σε μένα – Κική Δημουλά
Σοῦ εἶπα:
– Λύγισα.
Καὶ εἶπες:
– Μὴ θλίβεσαι.
Ἀπογοητεύσου ἥσυχα.
Ἤρεμα δέξου νὰ κοιτᾷς
σταματημένο τὸ ρολόι.
Λογικὰ ἀπελπίσου
πῶς δὲν εἶναι ξεκούρδιστο,
ὅτι ἔτσι δουλεύει ὁ δικός σου χρόνος.
Κι ἂν αἴφνης τύχει
νὰ σαλέψει κάποιος λεπτοδείκτης,
μὴ ριψοκινδυνέψεις νὰ χαρεῖς.
Ἡ κίνηση αὐτὴ δὲν θά ῾ναι χρόνος.
Θά ῾ναι κάποιων ἐλπίδων ψευδορκίες.
Κατέβα σοβαρή,
νηφάλια αὐτοεκθρονίσου
ἀπὸ τὰ χίλια σου παράθυρα..
Γιὰ ἕνα μήπως τ᾿ ἄνοιξες.
Κι αὐτοξεχάσου εὔχαρις.
Ὅ,τι εἶχες νὰ πεῖς,
γιὰ τὰ φθινόπωρα, τὰ κύκνεια,
τὶς μνῆμες, ὑδροροὲς τῶν ἐρώτων,
τὴν ἀλληλοκτονία τῶν ὠρῶν,
τῶν ἀγαλμάτων τὴν φερεγγυότητα,
ὅ,τι εἶχες νὰ πεῖς
γι᾿ ἀνθώπους ποὺ σιγὰ-σιγὰ λυγίζουν,
τὸ εἶπες.
καὶ τὴν πείθει
νὰ κουλουριάζεται πνιχτὰ
νὰ τρίβεται σὰ γάτα ἀνεπαίσθητη
πάνω στὸν διαθέσιμο ἀέρα
ποῦ ἀφήνεις προσπερνώντας.
Ἀπόλαυση πολὺ μοναχικότερη
ἀπὸ τὴ στέρησή της.
Το παράπονο – Οδυσσέας Ελύτης
Εδώ στου δρόμου τα μισά
έφτασε η ώρα να το πω
Άλλα είν’ εκείνα που αγαπώ
γι’ αλλού γι’ αλλού ξεκίνησα
Στ’ αληθινά στα ψεύτικα
το λέω και τ’ ομολογώ
Σαν να ‘μουν άλλος κι όχι εγώ
μες στη ζωή πορεύτηκα
Όσο κι αν κανείς προσέχει
όσο κι αν τα κυνηγά
Πάντα πάντα θα ‘ναι αργά
δεύτερη ζωή δεν έχει.
Οι μοιραίοι – Κώστας Βάρναλης
Μες στην υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισιές
(απάνω στρίγκλιζε η λατέρνα)
όλ’ η παρέα πίναμ’ εψές·
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.
Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής.
Ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Όσο κι ο νους να τυραννιέται,
άσπρην ημέρα δε θυμιέται.
– Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
– Φταίει ο Θεός που μας μισεί!
– Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
– Φταίει πρώτ’ απ’ όλα το κρασί!
Ποιος φταίει; ποιος φταίει;
Κανένα στόμα
δεν το ‘βρε και δεν το ‘πε ακόμα.
Ήλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος τ’ άσωτ’ ουρανού!
Ω! της αυγής κροκάτη γάζα,
γαρούφαλα του δειλινού,
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!
Του ενού ο πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος, ίδιο στοιχειό
τ’ άλλου κοντόημερ’ η γυναίκα
στο σπίτι λιώνει από χτικιό·
στο Παλαμήδι ο γιος του Μάζη
κι η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.
Έτσι στη σκοτεινή ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.
Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα,
όπου μας εύρει, μας πατεί.
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!
Θαλερό – Άγγελος Σικελιανός
Φλογάτη, γελαστή, ζεστή, ἀπὸ τ᾿ ἀμπέλια ἀπάνωθεν
ἐκοίταγε ἡ σελήνη –
κι ἀκόμα ὁ ἥλιος πύρωνε τὰ θάμνα, βασιλεύοντας
μὲς σὲ διπλὴ γαλήνη·
βαριὰ τὰ χόρτα, ἱδρώνανε στὴν ἀψηλὴν ἀπανεμιὰ
το θυμωμένο γάλα,
κι ἀπὸ τὰ κλήματα τὰ νιά, ποὺ τῆς πλαγιᾶς ἀνέβαιναν
μακριὰ-πλατιὰ τὴ σκάλα,
σουρίζανε οἱ ἀμπελουργοὶ φτερίζοντας, ἐσειόντανε
στον ὄχτο οἱ καλογιάννοι,
κι ἅπλων᾿ ἀπάνω στὸ φεγγάρι ἡ ζέστα ἀραχνοΰφαντο
κεφαλοπάνι…
Στὸ σύρμα, μὲς στὸ γέννημα, μονάχα τρία καματερά,
τό ῾να ἀπὸ τ᾿ ἄλλο πίσω,
τὴν κρεμαστή τους τραχηλιὰ κουνώντας, τὸν ἀνήφορο
ξεκόβαν τὸ βουνίσο·
σκυφτό, τὴ γῆς μυρίζοντας, καὶ τὸ λιγνὸ λαγωνικό,
με γρήγορα ποδάρια,
στοῦ δειλινοῦ τὴ σιγαλιὰ βράχο τὸ βράχο ἐπήδαγε
ζητώντας μου τὰ χνάρια·
καὶ κάτου ἀπ᾿ τὴν κληματαριὰ τὴν ἄγουρη μ᾿ ἐπρόσμενε,
στο ξάγναντο τὸ σπίτι,
σωστὸ τραπέζι πόφεγγε, λυχνάρι ὀμπρὸς τοῦ κρεμαστό,
το φῶς τοῦ Ἀποσπερίτη.
Ἐκεῖ κερήθρα μὄφερε, ψωμὶ σταρένιο, κρύο νερὸ
η ἀρχοντοθυγατέρα,
ὁποὖχε ἀπὸ τὴ δύναμη στὸν πετρωτό της τὸ λαιμὸ
χαράκι ὡς περιστέρα·
ποὺ ἡ ὄψη της, σὰν τῆς βραδιᾶς τὸ λάμπο, ἔδειχνε διάφωτη
τῆς παρθενιᾶς τὴ φλόγα,
κι ἀπ᾿ τὴ σφιχτή της ντυμασιὰ στὰ στήθια της τ᾿ ἀμάλαγα,
χώριζ᾿ ὁλόρτη ἡ ρώγα·
ποὺ ὀμπρὸς ἀπὸ τὸ μέτωπο σὲ δυὸ πλεξοῦδες τὰ μαλλιὰ
πλεμένα εἶχε σηκώσει,
σὰν τὰ σκοινιὰ τοῦ καραβιοῦ, ποὺ δὲ θὰ μπόρει᾿ ἡ φούχτα μου
νὰν τῆς τὰ χερακώσει.
Λαχανιασμένος στάθη ἐκεῖ κι ὁ σκύλος π᾿ ἀγανάχτησε
στα ὀρτὰ τὰ μονοπάτια,
κι ἀσάλευτος στὰ μπροστινά, μὲ κοίταγε, προσμένοντας
μιὰ σφήνα, μὲς στὰ μάτια·
ἐκεῖ τ᾿ ἀηδόνια ὡς ἄκουγα, τριγύρα μου, καὶ τοὺς καρποὺς
γευόμουν ἀπ᾿ τὸ δίσκο,
εἶχα τὴ γέψη τοῦ σταριοῦ, τοῦ τραγουδιοῦ καὶ τοῦ μελιοῦ
βαθιά στὸν οὐρανίσκο.
Σὰ σὲ κυβέρτι γυάλινο μέσα μου σάλευε ἡ ψυχή,
πασίχαρο μελίσσι,
ποὺ ὅλο κρυφὰ πληθαίνοντας γυρεύει σμάρια ὡσὰν τσαμπιὰ
στὰ δέντρα ν᾿ ἀμολήσει.
Κι ἔνιωθα κρούσταλλο τὴ γῆ στὰ πόδια μου ἀποκάτωθε
καὶ διάφανο τὸ χῶμα
γιατὶ πλατάνια τριέτικα τριγύρα μου ὑψωνόντανε
μ᾿ ἁδρό, γαλήνιο σῶμα.
Ωδή εις τη σελήνη – Διονύσιος Σολωμός
Γλυκύτατη φωνή βγάν’ η κιθάρα,
και σε τούτη την άφραστη αρμονία
της καρδιάς μου αποκρίνεται η λαχτάρα·
γλυκέ φίλε, είσαι συ, που με τη θεία
έκσταση του Οσσιάνου, εις τ’ ακρογιάλι 5
της νυχτός εμψυχείς την ησυχία.
Κάθισε για να πούμε ύμνον στα κάλλη
της Σελήνης· αυτήν εσυνηθούσε
ο τυφλός ποιητής συχνά να ψάλλει.
Μου φαίνεται τον βλέπω που ακουμβούσε 10
σε μίαν ετιά, και το φεγγάρι ωστόσο
στα γένια τα ιερά λαμποκοπούσε.
Απ’ το Σκοπό νά το προβαίνει· ω πόσο
συ την νύχτα τερπνά παρηγορίζεις!
Ύμνον παθητικόν θε να σου υψώσω· 15
παθητικό σα εσένα, όταν λαμπίζεις
στρογγυλό, μεσουράνιο, και το φως σου
σε ταφόπετρα ολόασπρη αποκοιμίζεις.
εμψυχώνεις τερπνά την ησυχία
Πέντε μικρά θέματα – Μανόλης Αναγνωστάκης
Ι
Μὲς στὴν κλειστὴ μοναξιά μου
Ἔσφιξα τὴ ζεστὴ παιδική σου ἄγνοια
Στὴν ἁγνὴ παρουσία σου καθρέφτισα τὴ χαμένη ψυχή μου.
Ἐμεῖς ἀγαπήσαμε. Ἐμεῖς
Προσευχόμαστε πάντοτε. Ἐμεῖς
Μοιραστήκαμε τὸ ψωμὶ καὶ τὸν κόπο μας
Κι ἐγὼ μέσα σὲ σένα καὶ σ᾿ ὅλους.
ΙΙ
Ἴσκιοι βουβοὶ ἀραγμένοι στὴ σκάλα
Μάτια θολὰ ποὺ κράτησαν εἰκόνες θαλασσινὲς
Κύματα μὲ τὴ γλυκιὰν ἀγωνία στὴν κάτασπρη ράχη
Γυμνὸς κυλίστηκα μέσα στὴν ἄμμο μὰ δὲν ὑποτάχτηκα
Καὶ δὲν ἀγάπησα μόνον ἐσένα ποὺ τόσο μὲ κράτησες
Ὅπως ἀγάπησα τὰ ναυαγισμένα καράβια μὲ τὰ τραγικὰ ὀνόματα
Τοὺς μακρινοὺς φάρους, τὰ φῶτα ἑνὸς ἀπίθανου ὁρίζοντα
Τὶς νύχτες ποὺ γύρευα μόνος νὰ βρῶ τὸ χαμένο ἑαυτό μου
Τὶς νύχτες ποὺ μόνος γυρνοῦσα χωρὶς κανεὶς νὰ μὲ νιώσει
Τὶς νύχτες ποὺ σκότωσα μέσα μου κάθε παλιά μου αὐταπάτη.
ΙΙΙ
…
IV
Κάτω ἀπ᾿ τὰ ροῦχα μου δὲ χτυπᾶ πιὰ ἡ παιδική μου καρδιὰ
Λησμόνησα τὴν ἀγάπη πού ῾ναι μόνο ἀγάπη
Μερόνυχτα νὰ τριγυρνῶ χωρὶς νὰ σὲ βρίσκω μπροστά μου
Ὁρίζοντα λευκὲ τῆς ἀστραπὴς καὶ τοῦ ὄνειρου
Ἔνιωσα τὸ στῆθος μου νὰ σπάζει στὴ φυγή σου
Ψυχὴ τῆς ἀγάπης μου ἀλήτισσα
Λεπίδι τοῦ πόθου μου ἀδυσώπητο
Νικήτρα μονάχη τῆς σκέψης μου.
V
Χαρά, Χαρά, ζεστὴ ἀγαπημένη
Τραγούδι ἀστείρευτο σὲ χείλια χιμαιρικὰ
Στὰ γυμνά μου μπράτσα τὸ εἴδωλό σου συντρίβω
Χαρὰ μακρινή, σὰν τὴ θάλασσα ἀτέλειωτη
Κουρέλι ἀκριβὸ τῆς πικρῆς ἀναζήτησης
Ἄσε νὰ φτύσω τὸ φαρμάκι τῆς ψεύτρας σου ὕπαρξης
Ἄσε νὰ ὁραματιστῶ τὶς νεκρὲς ἀναμνήσεις μου
(Ἀνελέητο κύμα τῆς νιότης μου).
Ὢ ψυχὴ τὴν ἀγωνία ἐρωτευμένη!
Πηγές φωτογραφιών: 1, 2, 3, 4, 5,6 7, 8, 9, 10
Οδυσσέας Ελύτης: «Όλα τα πήρε το καλοκαίρι με τα μισόλογα τα σβησμένα»