Η ιστορία της θεωρίας χρωμάτων, όπως και πολλές άλλες, διαμορφώνεται από τα διαθέσιμα γεγονότα και φέρει έντονα το ανδρικό στίγμα. Ξεκινώντας από τα οπτικά πειράματα του Ισαάκ Νεύτωνα, η έρευνα για το χρώμα άνθισε, με το έργο του Γκαίτε (“Θεωρία Χρωμάτων”, 1810) να θέτει τα θεμέλια για μελλοντικά βιβλία, τόσο οπτικά όσο και φιλοσοφικά.
Πόσα χρώματα υπάρχουν και πόσα μπορεί να αντιληφθεί το ανθρώπινο μάτι;
Παρ’ όλα αυτά, πλήθος άγνωστων ονομάτων, όπως η Mary Gartside, έπαιξαν ρόλο στην εξέλιξη της θεωρίας. Η Gartside, Άγγλίδα δασκάλα ακουαρέλας και ζωγράφος βοτανικών θεμάτων, δημοσίευσε το 1805 το “An Essay on Light and Shade” και το 1808 μια εκτεταμένη έκδοση, “An Essay on a New Theory of Colors”. Το σπάνιο και ασυνήθιστο αυτό βιβλίο, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Alexandra Loske, επιμελήτρια στο Royal Pavilion του Brighton και ιστορικός χρώματος, αποτελεί “μία από τις πιο σημαντικές, αλλά και άγνωστες, μελέτες για το χρώμα”.
Σύμφωνα με το Public Domain Review, η Gartside αποτελεί “μία από τις ελάχιστες γυναίκες του 19ου αιώνα” που συνέθεσαν “θεωρητικές πραγματείες για το χρώμα”, προηγούμενη κατά σχεδόν έναν αιώνα από την Emily Noyes Vanderpoel και το “Color Problems” (1902).
Η Gartside, σε μια εποχή ανδροκρατούμενης επιστήμης, άσκησε κριτική στις “θεωρίες του 18ου αιώνα” των Gerard de Lairesse και William Herschel. Το έργο της Gartside προανήγγειλε το “A New Elucidation of Colors” (1809) των Goethe και James Sowerby, μοιραζόμενο “παράλληλες σκέψεις” για “το μάτι του θεατή ως κέντρο και αρχή της αντίληψης των χρωμάτων”.
Η Gartside, σε αντίθεση με τους άνδρες συνοδοιπόρους της, υιοθέτησε μια “σεμνή προσέγγιση”, σύμφωνα με την Ann Bermingham, γράφοντας για το χρώμα σε ένα είδος που θεωρούνταν “αξιοπρεπές” για τις γυναίκες. Στην εισαγωγή της, η Gartside δηλώνει πως “δεν προσφέρει τη γνώμη της χωρίς να ζητηθεί” και τονίζει πως μπορεί να διδάξει μόνο “από όσο γνωρίζει”.
Παρόλα αυτά, οι γνώσεις της αποδεικνύονται ουσιαστικές. Το Public Domain Review επισημαίνει πως “οι μοναδικές έγχρωμες εικονογραφήσεις της για το Δοκίμιο θεωρήθηκαν μερικά από τα πρώτα δείγματα αφαίρεσης στη ζωγραφική”.
Οι λεπτομερείς οδηγίες της Gartside για την εφαρμογή της θεωρίας χρωμάτων φέρνουν στο νου τις αφαιρετικές δημιουργίες του Vasily Kandinsky. Στο βιβλίο του “Σχετικά με το Πνευματικό στην Τέχνη” (1923), ο Kandinsky ενσωμάτωσε την προσωπική του μεταφυσική σε οπτικούς τύπους. Σε αντίθεση με τους ρομαντικούς της εποχής της, η Gartside, όπως και οι μοντερνιστές αργότερα, πίστευε στην ατομική ιδιοφυΐα, τονίζοντας παράλληλα τη σημασία της θεωρητικής κατανόησης. Μόνο μέσω της γνώσης της χρωματικής θεωρίας και ψυχολογίας, πίστευε, θα μπορούσε κανείς να “κυβερνήσει” την τέχνη και να την κάνει δική του, όπως έκανε στις εικονογραφήσεις της.
Η Gartside χρησιμοποίησε την ακουαρέλα για να εξερευνήσει τις σύγχρονες συζητήσεις για το χρώμα. Η κατανόηση και η θεωρία του χρώματος αποτελούν την ουσία του βιβλίου της. Αναδιατυπώνει τόσο τη θεωρία του πρισματικού χρώματος του Newton όσο και τη θεωρία του ακτινικού χρώματος του Herschel, δημιουργώντας μια “χρωματιστή σφαίρα” που ενώνει το φάσμα σε ένα συνεχές. Η ιδέα της “σφαίρας” προανήγγειλε τις προσπάθειες του Goethe να απεικονίσει το χρώμα σε τροχούς, σε αντίθεση με τις προηγούμενες γραμμικές απεικονίσεις.
Παρόλο που η Gartside απέφευγε την ιδεολογία της ιδιοφυΐας και την ασαφή συζήτηση για έμπνευση, μπορούμε να την τοποθετήσουμε δίπλα σε σπουδαίους θεωρητικούς και εικονογράφους χρωμάτων. Το έργο της φέρει στο φως μια προσέγγιση που υιοθετήθηκε πλήρως αιώνες αργότερα.
Σύμφωνα με την Loske, “Δεν υπάρχει άλλο παράδειγμα αναπαράστασης συστημάτων χρωμάτων τόσο εφευρετικό και ριζοσπαστικό όσο οι χρωματικές κηλίδες της Gartside“.
5 art facts: Καιρός να αμφισβητήσεις τις γνώσεις σου πάνω στην Ιστορία Τέχνης
Πηγή εξωφύλλου