Ο Δημήτρης Λιαντίνης, που γεννήθηκε Δημήτρης Νικολακάκος στην Πολοβίτσα της Λακωνίας στις 23 Ιουλίου 1942, ήταν μια πολυσχιδής ελληνική προσωπικότητα.
Ο Δημήτρης Λιαντίνης κατείχε θέση αναπληρωτή καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και συνέγραψε εννέα βιβλία που κάλυπταν τη φιλοσοφία και την παιδαγωγική. Ο Λιαντίνης επέδειξε βαθιά αγάπη για την Αρχαία Ελλάδα, αφιερώνοντας ολόκληρη τη ζωή του στην πνευματική και πολιτιστική κληρονομιά της. Τα γραπτά του περιλάμβαναν ποικίλα θέματα, όπως η ηθική, η ανθρώπινη εμπειρία, η θνητότητα και η διασταύρωση Ορθοδοξίας και Ελληνισμού. Μεταξύ των έργων του, το Γκέμμα, το τελευταίο και πιο επιδραστικό κείμενό του, έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Ο Λιαντίνης τόνισε τη σημασία της ενσωμάτωσης των αρχαίων ελληνικών εθίμων και παραδόσεων στη σύγχρονη εκπαίδευση και την καθημερινή ζωή των Ελλήνων, ενώ ταυτόχρονα άσκησε κριτική στις φθίνουσες ανθρωπιστικές τάσεις του δυτικού πολιτισμού. Με τραγικό τρόπο, συγκέντρωσε την προσοχή της κοινής γνώμης το 1998, όταν εξαφανίστηκε σε ηλικία 56 ετών, και μόλις στις 6 Ιουνίου 2005 ανακαλύφθηκε η σορός του σε μια σπηλιά κοντά στην κορυφή του Ταϋγέτου.
Δημήτρης Λιαντίνης: 10 ομιλίες που χαράχτηκαν στη ψυχή μας – ΒΙΝΤΕΟ
Το τρίτο μέρος του Ζαρατούστρα ελληνισμένο από τον Δημήτρη Λιαντίνη
Το τραγούδι του άλλου χορού
1. «Τώρα στο τέλος σε κύτταξα στα μάτια ζωή: και είδα να γυαλίζει χρυσάφι στα νυχτερινά σου μάτια –μπροστά σε τόση ηδονή ανίκητη εστάθη η καρδιά μου:
Βάρκα χρυσή να λάμπει είδα στης νύχτας τα νερά, μια χρυσή βάρκα που πετάριζε, που βούλιαζε και μεθούσε και πάλι μούγνεφε!
Στο πόδι μου, λυσσάρικο για χορό, έρριξες ένα βλέμμα, ένα βλέμμα που ρωτούσε και γελούσε και πονούσε αλαφρότρεμο.
Ερρίγησαν τα κρόταλα για δεύτερη φορά στα μικρά σου χέρια- και να που κιόλας τινάχτηκε το πόδι μου για το χορό της λύσσας.
Ανασηκώθη η φτέρνα μου, τα νύχια μου εστύλωσαν αυτί για να σου υπακούσουν: ο χορευτής νύχια κουβαλάει τ’ αυτιά του.
Χύθηκα τότε απάνω σου: κι εσύ πισωπατώντας ξέφυγες την ορμή μου· όμως με γλείφει από μακριά η γλώσσα των μαλλιών σου φεύγοντας και πετώντας!
Τραβήχτηκα από σένανε και τα λυγίσματά σου τα φιδίσια: στάθηκες τότε, και τα μάτια σου γιομάτα επιθυμία.
Με ματιές καμπύλες με πειθεύεις τα καμπύλα λυγίσματα· καμπύλα λυγίσματα μαθαίνεις το ασίκικο και πονηρό μου πόδι!
Κοντά σου φοβούμαι σε, μακριά σου αγαπώ σε· με τραβά η φυγή σου, με σταματάει ο πόθος σου –χαρούμενα βάσανα υποφέρω για σένα.
Η κρυάδα σου με βουρλίζει, με ξεγελάει το μίσος σου, η φυγή σου με δένει, με ‘ρεθίζει το σκώμμα σου:
Και ποιος δεν αγριεύει μαζί σου, που δένεις, που τυλίγεις, που πειράζεις, που αναζητάς, που βρίσκεις. Και ποιος δεν σ’ αγαπά εσένα, αθώα, ανυπόμονη, αέρινη, αμαρτωλή με του παιδιού τα μάτια!
Και τώρα που με σέρνεις; Τέρας, παιδί τρελλό. Αχ πάλι μου ξεφεύγεις, αχάριστη, αλήτισσα, γλυκειά.
Στα πατήματά σου χορεύω, τα μικρά σου βήματα ακλουθώ, που είσαι; Δος μου το χέρι σου. Έστω και το δαχτύλι σου μόνο!
Εδώ ‘ναι οι σπηλιές και οι λόχμες. Στάσου. Θα πλανευτούμε. Σώπασε. Δεν ακούς που σφυρίζουν ολόγυρα νυχτερίδες και κουκουβάγιες;
Ω εσύ κουκουβάγια! Ω νυχτερίδα. Να με απατήσεις θέλεις; Που είμαστε; Από τους σκύλους ν’ αλυχτάς έμαθες και να βαβίζεις.
Τρίζεις ποθεινά τα λευκά σου δοντάκια, τα πονηρά σου μάτια χύνουνται απάνω μου ανάμεσα από χαίτες σγουρές.
Μα τούτο είναι χορός απάνου στην ακινησία της πέτρας: ο κυνηγός εγώ ‘μαι –θέλεις ο δικός μου σκύλος κι ο δικός σου αιγαγρος νάσαι;
Ιδού σε, κοντά μου τώρα! Γοργόποδη, πονηρή, πηδηχτίνα. Απάνου τώρα! Τώρα από κάτου! Ωχ! Πως έπεσα μέσα στο ίδιο το πήδημα.
Ω κύττα, πως κείτομαι, περήφανη, Και ικετεύω τη χάρη σου! Πως θάχα ποθήσει ραδινώτερα μαζί σου να τραβώ μονοπάτια.
Το στρατί της αγάπης να περπατώ μέσα από ακίνητους πολύχρωμους θάμνους. Ή εκεί, πέρα στην όχθη της λίμνης. Εκεί που χρυσόψαρα κολυμπούν και χορεύουν.
Κουράστηκες τώρα; Πάνω κει περπατούν προβατάκια και πορφυρό το βασίλεμα: ωραίος που θάταν ο ύπνος, σαν θα παίζουν οι βοσκοί τη φλογέρα τους.
Είσαι τόσο πολύ κουρασμένη; Θα σε πάρω κει πάνω, άφησε να πέσουν τα μπράτσα σου! Και διψάς –κάτι θα σου είχα, το στόμα σου όμως δεν το θέλει να πιει.
Ω αυτό το κατάρατο, το γοργό, το ευλύγιστο φίδι, και της σπηλιάς η μάγισσα! Αλλά νοιώθω στο πρόσωπο δυο κόκκινα σημάδια, του χεριού σου κηλίδες!
Αλήθεια κουράστηκα νάμαι πάντα ο δικός σου βοσκός. Μάγισσα, μέχρι τώρα τραγουδούσα για σένα, καιρός σου πια τώρα για μένα κι εσύ να κραυγάσεις!
Καιρός τώρα στο ρυθμό του δικού μου μαστίγιου να κραυγάσεις και να χορέψεις! Αλλά μην αλησμόνησα το μαστίγι μου κάπου; Όχι…»
2
Έτσι μου αποκρίθηκε τότε η ζωή κλείνοντας τα κοχύλια – αυτιά της:
«Ω Ζαρατούστρα! Μη χτυπάς τόσο άγρια το μαστίγι σου! Γιατί καλά γνωρίζεις πως ο θόρυβος σκοτώνει τις σκέψεις – κι είναι τώρα ακριβώς που μούρχονται τόσο εξαίσιες σκέψεις.
Είμαστε και οι δυο δυο κακότροπα και κακόβολα πλάσματα. Πέρα από το καλό και το κακό βρήκαμε τη σωτήρια γη και το πράσινο λιβάδι μας, μόνοι εμείς οι δύο. Γιαυτό χρωστάμε ο ένας στον άλλο νάμαστε καλοί!
Κι αν δεν αγαπά ο ένας από τα βάθη του τον άλλο, πρέπει να θυμώνουμε, γιατί ο ένας δεν αγαπά τον άλλον απ’τα βάθη του;
Κι ότι είμαι καλή σε σένα, και κάποτε πολύ καλή, καλά το ξεύρεις: κι η αιτία γιαυτό είναι, που πολύ ζηλεύω τη σοφία σου! Α αυτή η μανιακή, η γρια τρελλοσοφία. Αν κάποτε η σοφία σου έφευγε από κοντά σου, αχ! Τότε θάφευγε μεμιάς και η δική μου αγάπη από κοντά σου».
Τότε κύτταξε η ζωή συλλογισμένη πίσω της και γύρω της και μουρμούρισε σιγά: «Ω Ζαρατούστρα, δεν μούσαι αρκετά πιστός!
Από πολύ καιρό δεν μ’ αγαπάς τόσο πολύ, όσο λες, και ξεύρω, σκέφτεσαι πως πεθυμάς σε λίγο να μ’αφήσεις.
Υπάρχει μια παλιά βαρειά-βαρειά τρελλοκαμπάνα: αυτή βραχνοχτυπά τις νύχτες ψηλά ως τη σπηλιά σου:
Την ακούς τα μεσάνυχτα να χτυπάει τις ώρες και από τη μια ως τις δώδεκα εσύ όλο συλλογιέσαι – Συλλογιέσαι, Ζαρατούστρα, ξεύρω,ότι επιθυμείς γρήγορα να μ’αφήσεις!»
«Ναι», αποκρίθηκα δισταχτικά, «αλλά ξεύρεις και κάτι άλλο».
Και της είπα κάτι στ’αυτί ανάμεσα στα τρελλά, κίτρινα, μπερδεμένα μαλλιά της.
«Το ξεύρεις αυτό Ζαρατούστρα; Αυτό δεν το ξεύρει κανείς-»
Και κυτταχτήκαμε τότε και κυττάξαμε πέρα το πράσινο λιβάδι, που απάνω του έπεφτε κιόλας παγωμένο το βράδυ, και κλάψαμε μαζί. Εκείνη όμως τη στιγμή βρήκα τη ζωή πιο αγαπημένη, απ’ότι κάθε άλλη φορά τη σοφία μου.
Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα.
3
Μία!
Ω άνθρωπε, δώσε προσοχή στ’αυτιά!
Δυο!
Τι λαλούν τα βαθειά μεσάνυχτα;
Τρεις!
«Κοιμώμουνα, κοιμώμουνα πολύ-,
Τέσσερες!
Κι εξύπνησ’ από όνειρο βαθύ: –
Πέντε!
Είναι βαθειά του κόσμου η σφαίρα
Έξι!
Κι ακόμη πιο βαθειά απ’ ότι εθάρρει η μέρα.
Εφτά!
Βαθύς είναι ο πόνος της-,
Οχτώ!
Χαρά- ακόμη πιο βαθειά απ’ τον πόνο της ψυχής:
Εννέα!
Λαλεί ο πόνος: αφανίσου, να χαθείς.
Δέκα!
Όμως κάθε χαρά θέλει αιωνιότη-,
Έντεκα!
-θέλει βαθειά – βαθειά αιωνιότη!»
Δώδεκα
Πηγή: liantinis-o-daskalos-mas
Τι έχει να πει ο Νίτσε για τα αδιέξοδα της σύγχρονης κοινωνίας;