Ο σάρκινος λόγος του Γιάννη Ρίτσου αγνοεί το πνευματικό υπόστρωμα, μιλώντας μέσα από την θνητή σάρκα που ποθεί, αρρωσταίνει, στέκεται, καταρρέει και ξεχνάει τη θεϊκή της έλλειψη.
Ο Γιάννης Ρίτσος δεν τρόμαξε μπροστά στην ομορφιά της μούσας του αλλά στο περίεργο αγκαθωτό συναίσθημα που ενόχλησε τη ψυχή του την ώρα που την αντίκρισε. Η μήτρα όλων των κτητικών γεννήσεων, ο έρωτας δένει στον δεσμό του κάθε θνητή σάρκα που καυχιέται πως βαφτίστηκε σε απολλώνια και όχι διονυσιακά νερά. Καυχιέται πως όλοι λυγάνε μπροστά στην ομορφιά και στο ύδωρ που ταράζει τις ανθρώπινες σάρκες. Θα μπορούσε να είναι το πολυπόθητο νέκταρ που τόσοι πόθησαν μα δεν άγγιξαν ποτέ τους. Έτσι, νόμιζαν!
Η δίψα και η πείνα του Ρίτσου είναι δεσμευτική από την αρχή έως το τέλος του ποιήματος, ακριβώς όπως το συναίσθημά που χάραξε στο χαρτί του.
Καβάφης: «Επέστρεφε συχνά και παίρνε με, αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με»
Γιάννης Ρίτσος – Σάρκινος λόγος
Τί ὄμορφη ποὺ εἶσαι. Μὲ τρομάζει ἡ ὀμορφιά σου. Σὲ πεινάω. Σὲ διψάω.
Σοῦ δέομαι: Κρύψου, γίνε ἀόρατη γιὰ ὅλους, ὁρατὴ μόνο σ᾿ ἐμένα.
Καλυμένη ἀπ᾿ τὰ μαλλιά ὡς τὰ νύχια τῶν ποδιῶν μὲ σκοτεινὸ διάφανο πέπλο
διάστικτο ἀπ᾿ τοὺς ἀσημένιους στεναγμοὺς ἐαρινῶν φεγγαριῶν.
Οἱ πόροι σου ἐκπέμπουν φωνήεντα, σύμφωνα ἰμερόεντα.
Ἀρθρώνονται ἀπόρρητες λέξεις. Τριανταφυλλιὲς ἐκρήξεις ἀπ᾿ τὴ πράξη τοῦ ἔρωτα.
Τὸ πέπλο σου ὀγκώνεται, λάμπει πάνω ἀπ᾿ τὴ νυχτωμένη πόλη μὲ τὰ ἠμίφωτα μπάρ,
τὰ ναυτικὰ οἰνομαγειρεῖα.
Πράσινοι προβολεῖς φωτίζουνε τὸ διανυκτερεῦον φαρμακεῖο.
Μιὰ γυάλινη σφαῖρα περιστρέφεται γρήγορα δείχνοντας τοπία τῆς ὑδρογείου.
Ὁ μεθυσμένος τρεκλίζει σὲ μία τρικυμία φυσημένη ἀπ᾿ τὴν ἀναπνοὴ τοῦ σώματός σου.
Μὴ φεύγεις. Μὴ φεύγεις. Τόσο ὑλική, τόσο ἄπιαστη.
Ἕνας πέτρινος ταῦρος πηδάει ἀπ᾿ τὸ ἀέτωμα στὰ ξερὰ χόρτα.
Μιὰ γυμνὴ γυναῖκα ἀνεβαίνει τὴ ξύλινη σκάλα κρατώντας μιὰ λεκάνη μὲ ζεστὸ νερό.
Ὁ ἀτμὸς τῆς κρύβει τὸ πρόσωπο.
Ψηλὰ στὸν ἀέρα ἕνα ἀνιχνευτικὸ ἑλικόπτερο βομβίζει σὲ ἀόριστα σημεῖα.
Φυλάξου. Ἐσένα ζητοῦν. Κρύψου βαθύτερα στὰ χέρια μου.
Τὸ τρίχωμα τῆς κόκκινης κουβέρτας ποὺ μᾶς σκέπει, διαρκῶς μεγαλώνει.
Γίνεται μία ἔγκυος ἀρκούδα ἡ κουβέρτα.
Κάτω ἀπὸ τὴ κόκκινη ἀρκούδα ἐρωτευόμαστε ἀπέραντα,
πέρα ἀπ᾿ τὸ χρόνο κι ἀπ᾿ τὸ θάνατο πέρα, σὲ μιὰ μοναχικὴ παγκόσμιαν ἕνωση.
Τί ὄμορφη ποὺ εἶσαι. Ἡ ὀμορφιά σου μὲ τρομάζει.
Καὶ σὲ πεινάω. Καὶ σὲ διψάω. Καὶ σοῦ δέομαι: Κρύψου.
5 ποιήματα του επαναστάτη Ντύλαν Τόμας που εκθρονίζουν την εξουσία του θανάτου
Φωτογραφία εξωφύλλου: cottonbro studio