Search
Close this search box.
Search
Close this search box.

Ένα βιβλίο με βραβείο Booker – Σάγκι Μπέιν: «Γεια, με λένε Πίτερ και είμαι αλκοολικός»

Σάγκι Μπέιν: Κάθε έννοια ανθρωπιάς καταρρίπτεται και  η εργατική τάξη φαίνεται ως συνένοχη στο έγκλημα. Κανείς δε φταίει λιγότερο!

Η εργατική τάξη παραμένει ανεκδιήγητη και οι άνεργοι δεν φέρουν μια φωτεινή αύρα. Η οδυνηρή πραγματικότητα της Άγκνες και του Σάγκι ενσαρκώνεται από άτομα των οποίων ο βιοπορισμός εξαρτάται από το επίδομα ανεργίας – από αναξιόπιστους οδηγούς ταξί και ανίκανους συμμαθητές μέχρι εκείνους που εκμεταλλεύονται το πενιχρό κοινωνικό βοήθημα μέσω κλοπών. Στον κόσμο του Σάγκι Μπέιν, οι υπερήφανοι εργάτες απουσιάζουν- αντίθετα, κατοικείται από ηθικά συμβιβασμένα και οικονομικά στερημένα άτομα.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, η Γλασκώβη γνώρισε μια περίοδο παρακμής που επιδεινώθηκε από τις οικονομικές επιπτώσεις των πολιτικών της Θάτσερ, αφήνοντας πολλές οικογένειες άνεργες και παλεύοντας να επιβιώσουν.

Η Άγκνες και τα όνειρά της περιλάμβαναν ένα δικό της σπίτι, πολυτέλειες που αντικατοπτρίζονταν στα γυαλιστερά περιοδικά – οτιδήποτε θα μπορούσε να δώσει ζωντάνια στην κατά τα άλλα μονότονη ύπαρξή της. Παρά τις προσπάθειές της να διατηρήσει την αξιοπρέπειά της μέσω της σωματικής εμφάνισης, το βάρος των αντιξοοτήτων την οδήγησε τελικά να αναζητήσει παρηγοριά στο αλκοόλ.

Ζοζέ Σαραμάγκου: Το βόλεμα και η έλλειψη γενναιοδωρίας μια σύγχρονη «αμαρτία»

Καθώς η πόλη κατέρρεε και η Άγκνες βρέθηκε εγκαταλελειμμένη από τον σύζυγό της, ένα αδιέξοδο διαφαινόταν για εκείνη και τα τρία παιδιά της. Βυθιζόμενη όλο και πιο βαθιά στον αλκοολισμό, τα παιδιά αντιμετώπισαν την οδυνηρή ανάγκη να φύγουν για να σώσουν τη δική τους ευημερία. Ωστόσο, μέσα στην αναταραχή, ο Σάγκι, ο μικρότερος, κρατιόταν από την ελπίδα.

Πίστευε σε καλύτερες μέρες, στην πιθανότητα σωτηρίας της μητέρας του.

Ταυτόχρονα, πάλευε με την πρόκληση να προσδιορίσει την ταυτότητά του, να περιηγηθεί σε έναν κόσμο που τον αντιμετώπιζε ως κάτι διαφορετικό από αυτό που αντιλαμβανόταν τον εαυτό του.

Αυτή η συγκλονιστική αφήγηση εκτυλίσσεται ως μια βαθιά συγκινητική περιγραφή του εθισμού, της φτώχειας και της σεξουαλικότητας, αλλά στον πυρήνα της, αντηχεί ως μια ιστορία για την αγάπη.

Η γραφή του Ντάγκλας Στιούαρτ, ωμή και τρυφερή ταυτόχρονα, διεισδύει στη σκληρή πραγματικότητα της φτώχειας, της κακοποίησης και των διαλυμένων οικογενειών. Μέσα στο σκοτάδι αυτών των θεμάτων, αποκαλύπτει με επιδεξιότητα αναλαμπές φωτός, πίστης και, τελικά, ελπίδας.

Μέσα από τις δοκιμασίες της Άγκνες και της οικογένειάς της, ο Στιούαρτ φιλοτεχνεί μια αφήγηση που μιλάει για την ανθεκτικότητα του ανθρώπινου πνεύματος, υπενθυμίζοντάς μας ότι ακόμη και στις πιο ζοφερές συνθήκες, η φλόγα της ελπίδας μπορεί να αντέξει.

Σάγκι Μπέιν – Εκδόσεις Μεταίχμιο

«…ας ξεκινήσουμε αφιερώνοντας λίγα λεπτά για να ζητήσουμε βοήθεια από τον Κύριο…» Ο άντρας κατέβασε το κεφάλι του, τα μαλλιά του έλαμψαν σαν χριστουγεννιάτικες γιρλάντες. Η Άγκνες μισόκλεισε τα μάτια της για να τον δει καλύτερα. Το δωμάτιο κινήθηκε σαν ένας άνθρωπος καθώς τα κεφάλια έγειραν μπροστά και τα μάτια έκλεισαν για την Προσευχή της Γαλήνης. Η Άγκνες γνώριζε την προσευχή αυτή απέξω κι ανακατωτά, ούτε μια λέξη δεν είχε ξεγλιστρήσει απ’ το μυαλό της.

Η συνεδρία ξεκίνησε, κι εκείνη άκουγε να συζητούνται τα θέματα της συνάντησης και να ανακοινώνονται ειδήσεις και συλλυπητήρια. Μια φίλη από την ομάδα είχε πεθάνει, κι απ’ ό,τι κατάλαβε η Άγκνες, το ποτό ήταν αυτό που την σκότωσε.

Ο Τζορτζ σύστησε τα νέα πρόσωπα στο τραπέζι και τους ζήτησε να μοιραστούν την ιστορία τους με την ομάδα.

Σηκώθηκε ένας αδύνατος άντρας. «Γεια, με λένε Πίτερ και είμαι αλκοολικός» είπε με επίπεδη, επαρχιώτικη προφορά. Τα μάτια του υγράνθηκαν καθώς μιλούσε για το πώς έχασε την επαφή με τη γυναίκα του κι έπειτα για το πώς οι γιοι του πέσανε πρώτα στο ποτό και μετά στα ναρκωτικά.

Η Άγκνες άκουγε τον άνθρωπο να τραβάει τα φωνήεντα, να φτύνει την ιστορία του σαν να ήταν θυμωμένος, να χρησιμοποιεί οικείες λέξεις που είχαν παραλλάξει οι κάτοικοι της Γλασκόβης.

Ένιωθε σαν να τον γνώριζε ως τα κατάβαθά του από τον τρόπο που μιλούσε. Δεν εντυπωσιάστηκε από τις συνθήκες της ζωής του, και προς το τέλος τον λυπήθηκε ποτέ δεν θα κατάφερνε να απαλλαγεί από το βάρος της ίδιας του της προφοράς.

Καθώς συνέχισαν να μιλούν, εκείνη παρασυρόταν πολύ μακριά, με τα σωθικά της να πονούν για ένα ποτό. Μια φωνή φώναξε: «Εσύ. Η μαυρομάλλα γυναίκα με το μοβ παλτό». Ο Τζορτζ είχε στραφεί ολόσωμα προς το μέρος της. «Θα ‘θελες να μοιραστείς κάτι με την ομάδα;»

Η Άγκνες πήγε μ’ ένα τίναγμα του κεφαλιού να αρνηθεί, αντί γι’ αυτό, όμως, ένιωσε τις κνήμες της να τεντώνονται και, σχεδόν άθελά της, σηκώθηκε. Το είχε ξανακάνει αυτό, καμιά δεκαριά φορές.

Γύρισε δεξιά και αριστερά και έσκασε ένα μικρό χαμόγελο. Όλα τα πρόσωπα στράφηκαν προς το μέρος της…»

Από πού επηρεάστηκε ο Βίκτωρ Ουγκώ για να πει πως: «Όταν η δικτατορία είναι γεγονός, η επανάσταση γίνεται δικαίωμα»;

Μοιράσου το

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

YelloWizard.gr
YelloWizard.gr
YelloWizard.gr